χαλκεύεσθαι

χαλκεύεσθαι
χαλκεύω
make of copper
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μηνίσκος — I (Ανατ.). Ινοχόνδρινος σχηματισμός που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο αρθρικών επιφανειών, με προορισμό να βελτιώνει την εφαρμογή τους. Από το αρθρικό σύστημα του ανθρώπου αναφέρεται ο μ. της γναθοκροταφικής άρθρωσης, που βρίσκεται ανάμεσα στον… …   Dictionary of Greek

  • χαλκεύω — ΝΜΑ [χαλκεύς] 1. (μτβ.) κατασκευάζω κάτι από χαλκό 2. (αμτβ.) είμαι χαλκεύς, κατεργάζομαι τον χαλκό νεοελλ. μτφ. α) πλάθω, δημιουργώ («τόν παρέπεμψαν με χαλκευμένες κατηγορίες») β) μηχανορραφώ, μηχανώμαι («χάλκευσαν έναν σωρό συκοφαντίες») μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”